Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ



Στην παρούσα φάση της οικονομικής συγκυρίας, ο κρατικός παρεμβατισμός αποκτά σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής, προκειμένου να εξασφαλίσει στους πολίτες ένα ανεκτό επίπεδο κοινωνικού κράτους,  συνοδευόμενoς από ένα ανεκτό κόστος δανεισμού και μια ορθολογική πολιτική φορολογίας και δημοσίων δαπανών. Την στιγμή που το κράτος λειτουργεί στα πλαίσια ενός καπιταλιστικού συστήματος, και δεν επιτρέπει την αυτορρύθμιση των αγορών καθώς αυτό ενέχει τεράστιο πολιτικό κόστος αλλά και διάσπαση της κοινωνικής συνοχής, οφείλει να χρησιμοποιήσει ένα νέο μείγμα οικονομικής πολιτικής που θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και συνάμα να αποφύγει τον αντιπληθωρισμό της.

Όπως ο γιατρός, αφού εξετάσει τον ασθενή και θέσει την ορθή διάγνωση της πάθησης, θα αποφασίσει την χορήγηση του κατάλληλου φαρμάκου για γρήγορη και αποτελεσματική θεραπεία. Έτσι  η αποτελεσματικότητα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής (θεραπεία-φάρμακο) εξαρτάται από τη σωστή διάγνωση των αδυναμιών της οικονομίας αλλά και την μορφή που παρουσιάζουν αυτές οι αδυναμίες (φοροδιαφυγή, παραοικονομία, οργάνωση των αγορών, κλπ) ώστε να εφαρμοστούν τα κατάλληλα μέτρα πολιτικής.

Η Ελληνική Οικονομία πάσχει από μακροοικονομικές ανισορροπίες, συνοδευόμενες από υψηλό βαθμό παραοικονομίας, φοροδιαφυγής και λειτουργεί κάτω του επιπέδου πλήρους απασχόλησης, με πληθωρισμό κόστους. Η άποψη ότι ο πληθωρισμός είναι αποτέλεσμα υπερβάλλουσας ζήτησης δεν εξηγεί γιατί υπάρχει πληθωρισμός και σε περιόδους χαμηλής σχετικά ζήτησης, δηλαδή σε περιόδους ανεργίας και μείωσης εισοδήματος (περίπτωση της Ελλάδας). Ο  πληθωρισμός κόστους τονίζει το ρόλο των εργατικών σωματείων και τη δύναμη ολιγοπωλίων. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εργατικά σωματεία ή ορισμένα από αυτά έχουν αρκετή δύναμη, ώστε να μπορούν να πετυχαίνουν αυξήσεις των μισθών και των ημερομισθίων, ακόμα και όταν υπάρχει ανεργία. Από την μεριά τους τα μεγάλα μονοπώλια και ολιγοπώλια έχουν αρκετή δύναμη στην αγορά, ώστε να μεταβιβάζουν τις αυξήσεις του κόστους, που προκαλούνται από την αύξηση των εργατικών μισθών, στους αγοραστές αυξάνοντας την τιμή του προϊόντος. Πολλά, όμως, από τα προϊόντα αυτά αποτελούν πρώτη ύλη για την παραγωγή άλλων αγαθών, που σημαίνει αύξηση του κόστους και της τιμής τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αρχική αύξηση του κόστους σε ορισμένους κλάδους διαχέεται σε ολόκληρη την οικονομία, με αποτέλεσμα, την αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών. Είναι φανερό ότι η παραπάνω διαδικασία μπορεί να ξεκινήσει τόσο από τα εργατικά σωματεία όσο (αύξηση μισθών) και από τις επιχειρήσεις (αύξηση κερδών). Στον πληθωρισμό κόστους ανήκει φυσικά και η περίπτωση που η αύξηση του κόστους προέρχεται από την  αύξηση της τιμής ορισμένων βασικών πρώτων υλών και ενέργειες, κυρίως της τιμής του πετρελαίου.
Επιπλέον τα φορολογικά βάρη είναι υψηλά, από την άποψη οτι δεν υπάρχει αντιστοιχία ύψους φορολογίας και επιπέδου προσφερόμενων δημοσίων αγαθών. Ο Ελληνας φορολογούμενος απολαμβάνει δημόσια αγαθά χαμηλότερης ποιότητας αλλά και ποσότητας σε σύγκριση της φορολογικής επιβάρυνσης. Με βάση την παραπάνω επισήμανση, η οικονομική πολιτική που θα χαράξει το Κράτος θα πρέπει να επικεντρωθεί στα δημοσιονομικά εκείνα μέτρα τα οποία θα ωθήσουν την οικονομία προς την πλήρη απασχόληση, τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείματος και την αντιμετώπιση του αποπληθωρισμού χωρίς την επιβολή άλλων φόρων.

Η Ελληνική Οικονομία βρίσκεται στο επίπεδο εισοδήματος της τάξεως των 260 δις € (ΑΕΠ 2009) με τις δημόσιες δαπάνες να υπερβαίνουν τα φορολογικά έσοδα κατά 38 δις € (έλλειμα 2009). Ένας ισοσκελισμένος προυπολογισμός παράγεται εφόσον οι δαπάνες ισούται με τα έσοδα, ενώ στο επίπεδο της πλήρης απασχόλησης (όπου είναι και ο αντικειμενικός σκοπός της οικονομικής πολιτικής μακροπρόθεσμα) δημιουργείται πλεόνασμα αφού τα φορολογικά έσοδα είναι περισσότερα από τις δημόσιες δαπάνες.
Ο στόχος της Ελληνικής Κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η αύξηση του εισοδήματος από 260 δις € σε εισόδημα «260+Χ» όπου «Χ» ορίζεται το επίπεδο της πλήρης απασχόληση. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό οτι το δημοσιονομικό έλλειμα ή πλεόνασμα δημιουργείται από τις αυξομειώσεις φόρων, δαπανών και κυρίως του εισοδήματος (ΑΕΠ). Συνεπώς, ο μόνος τρόπος για να μετακινηθεί η Ελληνική Οικονομία από το επίπεδο των 260 δις € προς το επίπεδο «260+Χ», είναι η αύξηση των δημοσίων δαπανών και η μείωση των φορολογικών συντελεστών ώστε να αυξηθεί το εισόδημα.

Η απλοική άποψη, που εφαρμόζει η παρούσα κυβερνητική πολιτική, ότι η μείωση του ελλείματος θα επιτευχθεί με μείωση των δαπανών ή αύξηση των φόρων, στην πραγματικότητα θα μετακινήσει το εισόδημα κάτω από τα 260 δις € και θα απομακρυνθεί δραματικά από το επίπεδο πλήρους απασχόλησης.

Αντιθέτως, η μείωση των φορολογικών συντελεστών και η αύξηση των δημόσιων δαπανών θα συμβάλλουν στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της κατανάλωσης και εν κατακλείδι την αύξηση των φορολογικών εσόδων με την παράλληλη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Εκτιμώ οτι η μείωση του φορολογικού συντελεστή του ΦΠΑ και η μείωση φορολογίας εισοδήματος των φυσικών προσώπων όπως επίσης η ενίσχυση των δημοσίων δαπανών (αυτοχρηματοδοτούμενα έργα, κοινοτικοί πόροι και ΣΔΙΤ) θα οδηγήσουν σε αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων.

Απόδειξη της παραπάνω σκέψης είναι η εμπεριστατωμένη θεωρία του Laffer όπου αποδεικνύει οτι η αύξηση των φορολογικών συντελεστών δεν οδηγεί πάντοτε σε αύξηση των φορολογικών εσόδων ιδίως όταν οι συντελεστές αυτοί είναι υψηλοί, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα. Η μείωση των φορολογικών συντελεστών οδηγεί σε ενίσχυση της κατανάλωσης, μείωση του κόστους παραγωγής και σε φυσιολογική αύξηση των φορολογικών εσόδων μέσα από την κατανάλωση.

Με την παραπάνω ανάλυση, καταλήγουμε οτι η Ελληνική Οικονομία βρίσκεται σε ανισορροπία καθώς η Ζήτηση είναι μικρότερη της Προσφοράς και κάτω από το επίπεδο της πλήρους απασχόλησης. Για να ισορροπήσει η οικονομία στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η ζήτηση, με εξάλειψη του αντιπληθωρισμού μέσα από το μείγμα της παρακάτω πολιτικής:
  • μείωση φορολογικών συντελεστών,
  • αύξηση των δημοσίων επενδυτικών δαπανών,
  • αύξηση της προσφοράς χρήματος (με μείωση κόστος δανεισμού)
  •  ενθάρρυνση για την ανάληψη νέων επενδυτικών πτωτοβουλιών (αναπτυξιακός νόμος).

Το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας εντοπίζεται στα φορολογικά έσοδα τα οποία μπορούν να αυξηθούν μόνο με την ανάκαμψη της οικονομίας (ανάπτυξη, μείωση φορολογικών συντελεστών) και περιορισμό της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας.



ΜΙΧΑΗΛ ΦΕΚΚΑΣ
ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΑΝΑΛΥΤΗΣ
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ, 19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2011


ΠΗΓΗ : http://fekkas-finance.blogspot.com/2011/01/blog-post.html?spref=fb

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου